- ευλαβής
- -ές (ΑΜ εὐλαβής, -ές)πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ)μσν.-αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβέςα) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.)β) ο φόβος, το δέος προς τον θεόγ) σύνεση, προσοχή, διάκριση («τὰ δ' ἀνδρεῑά γε αὖ πρὸς μὲν τὸ δίκαιον καὶ εὐλαβὲς ἐκείνων ἐπιδεέστερα», Πλάτ.)2. (ως τιμητικός τίτλος) σεβάσμιοςαρχ.1. αυτός που κρατάει κάτι καλά και στερεά (μτφ. «εὐλαβὴς πενία», Λουκιαν.)2. αυτός που αναλαμβάνει κάτι με φρόνηση και προσοχή, ο διακριτικός, ο προσεκτικός («εὐλαβὴς περί τι», Πλούτ.)3. αυτός που απέχει, που μένει μακριά από κάτι ή κάποιον, που αποφεύγει κάτι ή κάποιον4. αυτός που φοβάται να κάνει κάτι, ο δειλός («εὐλαβὴς φαινόμενος καὶ δυσέλπιστος τότε πάντων», Πλούτ.)5. αυτός που πιάνεται από κάποιον εύκολα, ο ευκολόπιαστος6. αυτός τον οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κάποιος με προσοχή («ἡδονὰς εὐλαβεῑς», Πλούτ.).επίρρ...ευλαβώς (ΑΜ εὐλαβῶς, Μ και εὔλαβα)1. με σεβασμό, με ευλάβεια2. με προσοχή, προφυλακτικά, με σύνεση («εὐλαβέστερον διακεῑσθαι πρός τι», Πολ.)αρχ.στερεά, γερά («εὐλαβέστατα τὴν ῥοιὰν κατεῑχεν», Αιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λαβής (< λαμβάνω)πρβλ. μεσο-λαβής, οξυ-λαβής. Η αρχική σημασία «προνοητικός, σώφρων» εξελίχθηκε σε «θεοφοβούμενος»].
Dictionary of Greek. 2013.